ἐναταῖοι

ἐναταῖοι
ἐναταῖος
on the ninth day
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εναταίος — ἐναταῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται την ένατη ημέρα («ἐφθείροντο οἱ πλεἱστοι ἐναταῑοι», Θουκ.) 2. (για πυρετό) αυτός που εκδηλώνεται κάθε ένατη ημέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”